- ἐνδιδόμενα
- ἐνδίδωμιgive inpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνδιδομένας — ἐνδιδομένᾱς , ἐνδίδωμι give in pres part mp fem acc pl ἐνδιδομένᾱς , ἐνδίδωμι give in pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδίδω — (AM ἐνδίδωμι) 1. υποχωρώ, υποκύπτω («μή συγχωρεῑν ἐνδόντα τῇ τῶν πλειόνων γνώμη», Δημ.) 2. (για στέγη, πόρτα ή εύκαμπτα αντικείμενα) υποχωρώ, λυγίζω («με την ώθηση η σκεπή ενέδωσε») μσν. προστάζω, διατάζω αρχ. 1. δίνω στα χέρια («ἐνδοῡναι τήν… … Dictionary of Greek